χαρακωμάτων

χαρακωμάτων
χαράκωμα
palisaded enclosure
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαράκωμα — ώματος, το, ΝΑ [χαρακῶ / ώνω] πρόχειρο οχύρωμα με πασσάλους μπηγμένους στη γη ή από ταχύσκαπτο όρυγμα στο έδαφος νεοελλ. 1. η χάραξη παράλληλων γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα 2. η δημιουργία χαραγών σε ένα αντικείμενο 3. στρ. α) τάφρος… …   Dictionary of Greek

  • καμουφλάζ — και καμουφλάρισμα, το η κατά τη διάρκεια πολέμου εξωτερική μεταμόρφωση μιας θέσεως ή ενός αντικειμένου, π.χ. χαρακωμάτων, πλοίων, πυροβόλων, στρατιωτικών εγκαταστάσεων κ.λπ., με σκοπό την απόκρυψή τους και την παραπλάνηση τού εχθρού, η παραλλαγή …   Dictionary of Greek

  • οπισθόχωμα — το στρ. το χώμα που προέρχεται από τη διάνοιξη χαρακωμάτων και ρίχνεται στο πίσω μέρος τους, για να προφυλάσσονται οι στρατιώτες από τις εχθρικές βολές από τα νώτα …   Dictionary of Greek

  • οχύρωση — Έργο ή συγκρότημα έργων, κατασκευασμένο για την υπεράσπιση μιας θέσης ή μιας περιοχής. Η υπεράσπιση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη εκμετάλλευση της ίδιας της μορφής του εδάφους καθώς και με διάφορες βελτιώσεις. Έτσι είναι δυνατό να… …   Dictionary of Greek

  • πλαγιοφύλαξη — η, Ν στρ. α) η φύλαξη, κατά τη διάρκεια μάχης, τών πλευρών τής μαχόμενης δύναμης, η οποία επιτυγχάνεται κυρίως με τη χρήση πυρός β) (στην οχυρωτική) η κατάλληλη χάραξη τών έργων, λ.χ. χαρακωμάτων, έτσι ώστε τα πυρά τών αμυνομένων να ελέγχουν τους …   Dictionary of Greek

  • πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • τακτική — Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης, ο οποίος αφορά την κίνηση των ανδρών και των πολεμικών μέσων τόσο κατά τις διάφορες φάσεις της μάχης όσο και κατά τις φάσεις που προηγούνται και ακολουθούν αμέσως την κύρια σύγκρουση. Όπως είναι φανερό, η τ.… …   Dictionary of Greek

  • χαρακωτικός — η, ό, Ν 1. (κυρίως στρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή χαρακωμάτων 2. το θηλ. ως ουσ. η χαρακωτική η τέχνη τής πρόσκαιρης οχύρωσης μιας περιοχής με χαρακώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρακώνω. Το θηλ. χαρακωτική (ενν. τέχνη) μαρτυρείται από …   Dictionary of Greek

  • Βίνσεν, ουλίτιδα του- — Επώδυνη βακτηριακή λοίμωξη και εξέλκωση των ούλων, που συνήθως συνδέεται με κακή υγιεινή του στόματος. Συνδέεται με κακοσμία και προέρχεται πολλές φορές από συνήθειες, όπως το κάπνισμα, η κακή διατροφή και η ελλιπής υγιεινή. Είναι επίσης γνωστή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”